- αγαληνός
- και γαληνός, -ή, -ό [γαλήνη]γαλήνιος, ήρεμος, ήσυχος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αγάληνος — η, ο [γαλήνη] ο αγαλήνευτος* … Dictionary of Greek
γαληνός — (Πέργαμος 129 – Ρώμη ή Πέργαμος 201 μ.Χ.). Έλληνας γιατρός, φυσιολόγος και συγγραφέας. Περίφημος γιατρός της αρχαιότητας, θεωρήθηκε δεύτερος μετά τον μέγα Ιπποκράτη. Έμεινε για πολλά χρόνια στη Ρώμη, όπου ήταν χειρουργός των μονομάχων και… … Dictionary of Greek